Αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία εγκεφάλου.


H αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία (arterio-venous malformation = A.V.M.) είναι μια συγγενής ανωμαλία στη διάπλαση των αγγείων. Πρόκειται για μια μη φυσιολογική επικοινωνία μεταξύ των αρτηριών και φλεβών του εγκεφάλου. Συναντάται πολύ συχνά στον εγκέφαλο και σπάνια στο νωτιαίο μυελό.  Τα τοιχώματα των αγγείων στις αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες, είναι πολύ ευαίσθητα, λεπτά και ευάλωτα σε αιμορραγίες. Το αποτέλεσμα είναι οι συχνές αιμορραγίες αυτών των σχηματισμών να προκαλούν αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια. Άλλα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνονται οι δυσπλασίες, που εντοπίζονται στον εγκέφαλο είναι οι κεφαλαλγίες και οι επιληπτικές κρίσεις. Εφόσον αιμορραγήσει μια δυσπλασία συνυπάρχει θνησιμότητα 10% ανά επεισόδιο αιμορραγίας και 30-50% πιθανότητα νευρολογικού ελλείμματος ανά επεισόδιο αιμορραγίας. Η αιμορραγία είναι συνήθως ενδοπαρεγχυματική και λιγότερο συχνά αυτόματη υπαραχνοειδής ή ενδοκοιλιακή ή αυτόματο υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Οι δυσπλασίες εκτιμώνται ανάλογα με το μέγεθος, την εντόπισή του σε σχέση με ευγενείς δομές και την φλεβική του παροχέτευση. Το ετήσιο ποσοστό ανίχνευσης περιστατικών αρτηριοφλεβωδών δυσπλασιών είναι περίπου 1 ανά 100.000. Ο επιπολασμός στους ενήλικες κυμαίνεται περίπου 18 ανά 100.000. Οι αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες εμφανίζονται συχνότερα στους άντρες από ότι στις γυναίκες, παρόλο που η εγκυμοσύνη -που προκαλεί αύξηση της κυκλοφορίας του αίματος του όγκου- μπορεί να εκκινήσει ή να επιδεινώσει συμπτώματα της διαταραχής. Οι θεραπείες που εφαρμόζονται για τις αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες του εγκεφάλου είναι ο εμβολισμός, η ακτινοχειρουργική θεραπεία και η χειρουργική επέμβαση. Συνήθως προτιμάται ο ενδοαγγειακός εμβολισμός και στην συνέχεια η ακτινοθεραπεία είτε με στερεοτακτική ακτινοθεραπεία σε μικρές βλάβες κάτω των 3 cm είτε με συμβατική ακτινοθεραπεία σε μεγαλύτερες βλάβες. Η χειρουργική αντιμετώπιση των δυσπλασιών εξαλείφει τον κίνδυνο αιμορραγίας άμεσα και βελτιώνει τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων. Ενδοαγγειακός εμβολισμός εφαρμόζεται συχνά πριν από μια χειρουργική επέμβαση για να μειωθεί το μέγεθος της δυσπλασίας και οι πιθανότητες αυξημένης αιμορραγίας, κατά την διάρκεια του χειρουργείου.