Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα.

Το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα είναι μια παγιδευτική νευροπάθεια στο χέρι, που προκαλείται από συμπίεση του μέσου νεύρου στο καρπό. Οφείλεται σε πίεση του μέσου νεύρου στον καρπό και συγκεκριμένα στην δίοδό του στον καρπιαίο σωλήνα. Αποκαλείται και "ασθένεια του υπολογιστή" καθώς πλήττει περισσότερο όσους χρησιμοποιούν για ώρες το πληκτρολόγιο καταπονώντας τον καρπό τους. Το σύνδρομο εμφανίζεται σε ηλικίες από 30 έως 60 χρονών ενώ η συχνότητα του στις γυναίκες είναι τρεις έως πέντε φορές μεγαλύτερη από οτι στους άνδρες. Οι πλέον ευπαθείς κοινωνικές ομάδες είναι αυτές που η εργασία τους απαιτεί στερεότυπες κινήσεις των χεριών π.χ. κομμωτές, μασσέρ, υπάλληλοι γραφείου αλλά και νοικοκυρές.  Το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος υπήρχε πάντα ως πάθηση, αλλά την πρώτη σχετική δημοσίευση έκανε το 1853 ο Γάλλος ιατρός J. Paget. Την πρώτη παθοφυσιολογική περιγραφή έκαναν το 1913 οι Γάλλοι Νευρολόγοι P. Marie και C. Foix, σε ασθενή με αμφοτερόπλευρο Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα χωρίς ιστορικό τραυματισμού. Είναι και οι πρώτοι συγγραφείς πού εντόπισαν το πρόβλημα στην πίεση τού Μέσου Νεύρου από τον Εγκάρσιο Σύνδεσμο του Καρπού και συνέστησαν χειρουργική θεραπεία διάνοιξης, με σκοπό την πρόληψη τής ατροφίας τού θέναρος, αλλά ουδείς χειρουργός τής εποχής τόλμησε να πραγματοποιήσει την επέμβαση.
Ο καρπιαίος σωλήνας είναι μια στενή σήραγγα στον καρπό (παλαμιαία επιφάνεια). Το κάτω μέρος αυτής της σήραγγας διαμορφώνεται από τα οστά του καρπού (καρπικό). Η κορυφή αυτής της σήραγγας καλύπτεται από μια ισχυρή ζώνη του συνδετικού ιστού που ονομάζεται «εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού». Το μέσο νεύρο περνά μέσω αυτής της σήραγγας στον καρπό μαζί με τους εννέα τένοντες που κάμπτουν τα δάκτυλα του χεριού. Το μέσο νεύρο παρέχει αισθητική νεύρωση στο αντίχειρα, το δείκτη, το μέσο δάκτυλο και μισό από τον παράμεσο δάκτυλο, καθώς και κινητική νεύρωση στους μυς γύρω από τη βάση του αντίχειρα (θέναρ). Το μέσο νεύρο μπορεί συνήθως να μετακινηθεί έως και 9,6 χιλιοστά ώστε να επιτρέψει την κάμψη του καρπού και σε μικρότερο βαθμόκατά τηνέκτασή του. Η μακροχρόνια συμπίεση του μέσου νεύρου μπορεί να εμποδίζει την ολίσθηση του νεύρου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμό και δημιουργία ουλής. Όταν συμβαίνει αυτό, το νεύρο συμφύεται στους γύρω ιστούς και έτσι δεν γίνεται η απρόσκοπτη ολίσθηση του και το νεύρο "στραγγαλίζεται". Φυσιολογική πίεση στον καρπιαίο σωλήνα ορίζεται αυτή με εύρος 2-10 χιλιοστών και αυξάνεται με τον καρπό σε κάμψη κατά 8 φορές, ενώ η έκταση του καρπού την αυξάνει 10 φορές. Επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάμψης και έκτασης στον καρπό αυξάνουν σημαντικά την πίεση στον καρπιαίο σωλήνα μέσω της πάχυνσης του ορογόνου ιστού των ελύτρων των τενόντων που εμπεριέχονται στο σωλήνα.
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα εκδηλώνεται όταν το μέσο νεύρο πιέζεται στον καρπό από τον εγκάρσιο σύνδεσμο. Τότε αρχίζουν σταδιακά να παρουσιάζονται συμπτώματα, όπως πόνος στο χέρι, κάψιμο, αιμωδίες και μουδιάσματα στον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο. Όσο προχωράει το πρόβλημα, ο πόνος μπορεί να φτάσει μέχρι και τους ώμους ή να παρατηρηθεί ακόμα και μυϊκή ατονία στον καρπό. Η κατάσταση σε προχωρημένα στάδια επιδεινώνεται συνήθως τη νύχτα. Αιτίες μπορεί να είναι συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες κινήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι οποίες επιβαρύνουν τον καρπό (π.χ. η υπερβολική χρήση Η/Υ), κάποιος τραυματισμός (π.χ. κάταγμα) ή μεταβολική ασθένεια (π.χ. διαβήτης, ρευματοειδής αρθρίτιδα, υποθυρεοειδισμός,κ.α.), ενώ συχνά εμφανίζεται και κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης.
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται κυρίως από το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Όταν ο καρπός κάµπτεται και η θέση αυτή διατηρείται για 30 δευτερόλεπτα τα συµπτώµατα αυξάνουν (δοκιµασία Phalen). Η ελαφριά πλήξη του εγκάρσιου συνδέσμου με το δάκτυλο προκαλεί την έκλυση πόνου ή μουδιάσματος στην άκρα χείρα (Σημείο Tinel) όπως και η ίσχαιμος περίδεση κεντρικότερα του καρπού για 30-60 δευτερόλεπτα (Τέστ ισχαιμίας). Ακτινογραφίες ή άλλες απεικονιστικές εξετάσεις δεν είναι αναγκαίες εκτός εάν υπάρχει υποψία χωροκατακτητικής αλλοίωσης. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα συμπτώματα του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα μπορεί να υπάρχουν και σε περίπτωση αυχενικής ριζίτιδας, λόγω κήλης αυχενικού μεσοσπονδυλίου δίσκου- ιδίως της έκτης αυχενικής ρίζας (Α6), η οποία συνυπάρχει σε μεγάλο ποσοστό με το σύνδρομο του μέσου νεύρου (σύνδρομο διπλής πιέσεως ή Double Crush Syndrome), καθώς και σε σύνδρομο θωρακικής εξόδου, σύνδρομο του πρηνιστού μυός (πίεση του μέσου νεύρου στο ύψος του αγκώνα), σύνδρομο de Quervain (τενοντοελυτρίτιδα στην περιοχή του καρπού), αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία, φυματιώδης ή μυκητιασική τενοντοελυτρίτιδα των καμπτήρων  μυών, κ.α.
Σε ορισµένες περιπτώσεις είναι χρήσιµη η πραγµατοποίηση ηλεκτροµυογραφήµατος. Με την εξέταση αυτή διαπιστώνεται η ύπαρξη σηµαντικής βλάβης του µέσου νεύρου. Στα αρχικά στάδια του συνδρόμου το ηλεκτροµυογράφηµα είναι αρνητικό.
Εάν διαγνωστεί πρώιµα και αντιµετωπιστεί κατάλληλα το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα είναι δυνατό να θεραπευτεί χωρίς χειρουργική επέµβαση. Αρχικά ενδείκνυται η χρήση ενός νάρθηκα που χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια της ηµέρας αλλά και το βράδυ που κρατά τον καρπό σε ουδέτερη θέση. Ήπια αναλγητικά ή αντιφλεγµονώδη για λίγες ηµέρες χρησιµεύουν στη µείωση των ενοχληµάτων. Μία έγχυση κορτικοστεροειδούς βοηθά στη µείωση των ενοχληµάτων αλλά η δράση είναι προσωρινή. Σηµαντικότερο µέτρο είναι η µείωση της καταπόνησης του χεριού, η χρήση του άλλου άκρου και η αποφυγή θέσεων και δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα ενοχλήµατα.
H χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται εάν τα συµπτώµατα επιµένουν και δεν υποχωρούν µε την συντηρητική αγωγή. Είναι προτιµότερο να γίνει χειρουργική θεραπεία του προβλήµατος πρώιµα παρά καθυστερηµένα.
Η επέµβαση πραγµατοποιείται µε τοπική αναισθησία. Αρχικά πραγµατοποιείται µία χειρουργική τοµή µήκους 3 εκ. στην βάση της παλάµης. Με την τοµή αυτή διαιρείται ο εγκάρσιος σύνδεσµος του
καρπού αποφορτίζοντας το µέσο νεύρο. Ο εγκάρσιος σύνδεσµος είναι δυνατό να επιµηκυνθεί ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις πραγµατοποιείται νευρόλυση του µέσου νεύρου. Η διάρκεια της επέµβασης είναι περίπου 10 λεπτά ενώ ο µετεγχειρητικός πόνος είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Σε επιλεγµένους ασθενείς η επέµβαση πραγµατοποιείται µε ενδοσκοπική υποβοήθηση. Σε αυτή την περίπτωση η αναισθησία είναι στελεχιαία και όχι τοπική και η διάρκεια όπως και το κόστος της επέµβασης µεγαλύτερα. Πλεονέκτηµα είναι η πραγµατοποίηση τοµής µήκους 1,5-2 εκ. στη βάση του καρπού και όχι στην παλάµη, όπου ορισµένες φορές η µετεγχειρητική ουλή είναι δυνατό να ενοχλεί τον ασθενή. Τα ράµµατα αφαιρούνται 10 ηµέρες µετά την επέµβαση. Τα συµπτώµατα βελτιώνονται άµεσα ενώ η πλήρης αποκατάσταση µπορεί να αργήσει ανάλογα µε την βαρύτητα και την χρονιότητα του προβλήµατος.